ἀπτοητί

ἀπτόητος

ἀπτοήτως
ἀ·πτόητος, ος, ον, intrépide, Bas. 2, 124 ||
E Poét. ἀπτοίητος, Nonn. D. 30, 278, etc.
Étym. ἀ, πτοέω.