ἀπύ

ἄπυγος

ἀπύθμενος
ἄ·πυγος, ος, ον [] sans fesses, Sim. am. fr. 7, 76 ; Plat. com. (Gal. 9, 316) ||
Cp. -ότερος, Anth. 11, 327.
Étym. ἀ, πυγή.