ἀπύργωτος

ἀπύρεκτος

ἀπυρεξία
ἀ·πύρεκτος, ος, ον [] sans fièvre, Arr. Epict. 4, 6, 21 ; Geop. 13, 8, 9.
Étym. ἀ, πυρέσσω.