ἀπηγέομαι

ἀπηγορέομαι-οῦμαι

ἀπηγόρημα
ἀπ·ηγορέομαι-οῦμαι, se défendre, se justifier, Arstt. Probl. 29, 13, 1.
Étym. ἀπό, ἀγορεύω ; cf. κατηγορέω.