Ἀπώνιος

ἀπῶρυξ

ἀπωρωσία
ἀπῶρυξ, υγος () [ῠγ] provin de vigne, Spt. Ezech. 17, 6 ; Geop. 5, 18, 1.
Étym. ἀπορύσσω.