ἀραῖος

ἀραιόσαρκος

ἀραιόστυλος
ἀραιό·σαρκος, ος, ον [ᾰρα] aux chairs molles ou flasques, Hpc. 241, 32 et 48 ||
Cp. ἀραιοσαρκότερος, Hicés. (Ath. 288c).
Étym. ἀραιός, σάρξ.