Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀραιρηκώς
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραιώδης,
ης, ες
[
ᾰ
]
c.
ἀραιός,
Gal.
14, 680
.
Étym.
ἀραιός, -ωδης
.