Ἄραρος

ἀραρότως

ἀραρώς
ἀραρότως [ᾰρᾱ] adv. fermement, solidement, Eschl. Suppl. 945 ; Eur. Med. 1192 ; Plat. Phædr. 240d ||
Cp. irrég. ἀραρότερον, Thém. 270c.
Étym. ἀραρώς.