ἀρχαιοτροπία

ἀρχαιότροπος

ἀρχαιρεσία
ἀρχαιό·τροπος, ος, ον :
1 conforme aux mœurs antiques, d’où arriéré, Thc. 1, 71 ||
2 de mœurs antiques, DC. 59, 29.
Étym. ἀρχαῖος, τρόπος.