ἀρχαῖος

ἀρχαιότης

ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότης, ητος ()
1 antiquité, Plat. Leg. 657b ||
2 p. suite, simplicité, naïveté, Alciphr. 3, 64.
Étym. ἀρχαῖος.