Ἀρχίας

ἀρχίατρος

Ἀρχιϐιάδης
ἀρχ·ίατρος, ου, sel. Arcad. (p. 86, 19) ἀρχιατρός, οῦ () grand médecin, Orig. ||
E Ion. ἀρχίητρος, Arét. Cur. m. acut. 2, 5.
Étym. ἄρχω, ἰατρός.