ἀρχιγόης

ἀρχιγραμματεύς

Ἀρχιδαμία
ἀρχι·γραμματεύς, έως () [ῐμᾰ] greffier-chef, Pol. 5, 54, 12 ; Plut. Eum. 1.
Étym. ἄ. γρ.