ἀρχιστράτωρ

ἀρχισυνάγωγος

ἀρχισωματοφύλαξ
ἀρχι·συνάγωγος, ου () [ῐῠᾰγ] chef de synagogue, NT. Marc. 5, 22, etc.
Étym. ἀ. συναγωγή.