ἀρχίητρος

ἀρχιθάλασσος

ἀρχιθεράπων
ἀρχι·θάλασσος, ος, ον [ῐθᾰ] maître de la mer (Poseidôn) Anth. 6, 38.
Étym. ἄρχω, θάλασσα.