ἀρχιθεωρέω-ῶ

ἀρχιθεώρησις

ἀρχιθεωρία
ἀρχιθεώρησις, εως () [χῐ] c. le suiv. Is. (Poll. 8, 82).
Étym. ἀρχιθεωρέω.