Ἀρχίτιμος

ἀρχιτρίκλινος

ἀρχιυπασπιστής
ἀρχι·τρίκλινος, ου () [Ῡῐῑν] président d’un banquet, Hld. 7, 27 ; NT. Joh. 2, 9.
Étym. ἀ. τρίκλινον.