ἀρχοντιάω-ῶ

ἀρχοντικός

ἀρχός
ἀρχοντικός, ή, όν :
1 d’archonte, Anth. 9, 763 ; Clém. 225 ||
2 de chef, en gén. Herm. Poem. 14, 16.
Étym. ἄρχων.