Ἀρδιαῖος

ἄρδις

ἀρδμός
ἄρδις, εως ()
1 pointe de javelot, dard, Hdt. 4, 81 ||
2 aiguillon, Eschl. Pr. 880 ||
E Acc. ἄρδιν, Hdt. 4, 81 ; acc. pl. ion. ἄρδις, Hdt. 1, 215.