ἀρειθύσανος

ἀρειμανής

ἀρειμάνιος
ἀρει·μανής, ής, ές [ᾰᾰ] passionné pour Arès, c. à d. belliqueux, Simyl. (Plut. Rom. 17) ; DP. 31 ; Anth. 9, 210.
Étym. Ἄρης, μαίνομαι.