ἀρέσκεια

ἀρέσκευμα

ἀρεσκεύομαι
ἀρέσκευμα, ατος (τὸ) [ᾰρ] obséquiosité, complaisance excessive, Plut. Demetr. 11.
Étym. ἀρεσκεύομαι.