Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ἄργιλος
ἀργιλώδης
ἀργινεφής
ἀργιλώδης,
ης, ες
[
ῑ
]
mieux que
ἀργιλλώδης,
argileux,
Arstt.
Meteor.
1, 14, 17 ;
Th.
H.P.
3, 18, 5
||
Cp.
-έστερος,
Hdt.
2, 12
.
Étym.
ἄργιλος, -ωδης
.