Ἀργινοῦσσαι

ἀργιόδους

ἀργιόδων
ἀργι·όδους, -όδοντος (ὁ, ἡ) aux dents blanches, Il. 10, 264, etc. ; Od. 8, 60 (ἀργός 1, ὀδούς).