ἀργυράγχη

ἀργυραμοιϐικός

ἀργυραμοιϐικῶς
ἀργυραμοιϐικός, ή, όν [ῠᾰ] qui concerne le change de l’argent, Luc. Bis acc. 13.
Étym. ἀργυραμοιϐός.