Ἀργύρινοι

ἀργυριοθήκη

ἀργυριοκόπος
ἀργυριο·θήκη, ης () [] coffre pour l’argent, cassette, Din. (Harp. p. 33, 4 Bkk.).
Étym. ἀργύριον, θήκη.