ἀργυρισμός

ἀργυρίτης ἀγών

ἀργυρῖτις
ἀργυρίτης ἀγών () [ῠῑ] concours où le prix était de l’argent, p. anal. avec στεφανίτης ἀγών, Plut. M. 820c.
Étym. ἄργυρος.