ἀργυρόκυκλος

ἀργυρολαμπής

ἀργυρολογέω-ῶ
ἀργυρο·λαμπής, ής, ές [] qui a l’éclat de l’argent, Nyss. 1, 225.
Étym. ἄ. λάμπω.