ἀργυρολογέω-ῶ

ἀργυρολόγητος

ἀργυρολογία
ἀργυρολόγητος, ος, ον [] institué pour recueillir de l’argent, Spt. 2 Macc. 11, 3.
Étym. ἀργυρολογέω.