Ἀρίσταρχος

ἀριστάφυλος

ἀριστάω-ῶ
ἀρι·στάφυλος, ος, ον [ᾰᾰῠ] chargé de grappes, Anth. 9, 580 (var. ἐριστ-).
Étym. ἀρι-, σταφυλή.