ἀρισταρχέω-ῶ

ἀρίσταρχος

Ἀρίσταρχος
ἀρίστ·αρχος, ος, ον [ᾰρι] maître souverain, Sim. (Ath. 99b).
Étym. ἄριστος, ἄρχω.