ἀριστερός

ἀριστεροστάτης

ἀριστερόφιν
ἀριστερο·στάτης, ου () [ᾰᾰ] qui se tient debout à gauche (de la scène) en parl. du chœur, Crat. (Bkk. 444, 15) ; Arstd. t. 2, 161.
Étym. ἀριστερός, ἵστημι.