Ἀρκέσας

ἀρκεσίγυιος

Ἀρκεσίλαος
ἀρκεσί·γυιος, ος, ον [σῐ] qui fortifie les membres, Eur. (Antiph. fr. 207, 7 Kock).
Étym. ἀρκέω, γυῖον.