ἀρκτήριον

ἀρκτικός

Ἀρκτῖνος
ἀρκτικός, ή, όν, arctique, septentrional, Arstt. Mund. 2, 5 ; Pol. (Str. 96) ||
Cp. -ώτερος, Str. 7 ; sup. -ώτατος, Str. 3.
Étym. ἄρκτος.
ἀρκτικός, ή, όν, initial, du commencement, Dysc. Synt. p. 17, 28, etc.
Étym. ἄρχω.