ἀρκτεύω

ἀρκτῆ

ἀρκτήριον
ἀρκτῆ, ῆς, contr. p. ἀρκτέα, έας () s. e. δορά, peau d’ours, Anaxandr. (Poll. 5, 6).
Étym. ἄρκτος.