ἀροτρίασις

ἀροτριάω-ῶ

ἀρότριος
ἀροτριάω-ῶ [ᾰρ] (impf. ἠροτρίων, f. ἀροτριάσω, ao. ἠροτρίασα, pf. inus. ; pass. impf. ἠροτριώμην, pf. part. ἠροτριαμένος ou -ασμένος) labourer, Th. H.P. 8, 6, 3 ; Luc. Philopatr. 4 ||
E Part. prés. épq. dat. sg. ἀροτριόωντι, Call. Dian. 161.
Étym. ἄροτρον.