Ἀρταμουξία

ἀρτάνη

Ἀρτάνης
ἀρτάνη, ης () [τᾰ] lacet pour se pendre, Eschl. Ag. 875, etc. ; Soph. O.R. 1266, Ant. 54.
Étym. ἀρτάω.