Ἀρθριδίτης

ἀρθρικός

ἀρθρικῶς
ἀρθρικός, ή, όν :
1 qui concerne les articulations, Hpc. 794g ||
2 t. de gr. qui concerne l’article, de l’article, Dysc. Synt. p. 6, 5.
Étym. ἄρθρον.