ἀρτιχανής

ἀρτιχάρακτος

ἀρτίχειρ
ἀρτι·χάρακτος, ος, ον [ῐχᾰ] nouvellement tracé ou gravé, Archimel. (Ath. 209d).
Étym. ἄ. χαράσσω.