ἀρτιϐρεχής

ἀρτίγαμος

ἀρτιγένεθλος
ἀρτί·γαμος, ος, ον [ῐγᾰ] nouvellement marié, Anth. App. 233 ; Opp. H. 4, 179.
Étym. ἄ. γάμος.