ἀρτιλόχευτος

ἀρτιμαθής

Ἀρτίμας
ἀρτι·μαθής, ής, ές [ῐᾰ] qui vient d’apprendre, gén. Eur. Hec. 687 ; abs. Lgs 3, 20.
Étym. ἄ. μανθάνω.