ἀρτιοδύναμος

ἀρτιοπαγής

ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιο·παγής, ής, ές [πᾰ] fixé en nombre pair, Nicom. Harm. 11, p. 257, l. 24 Jan, p. 22, 1 M.
Étym. ἄ. πήγνυμι.