ἀρτίστομος

ἀρτιστράτευτος

ἀρτισύλληπτος
ἀρτι·στράτευτος, ος, ον [ᾰτ] nouvellement arrivé à l’armée, nouvelle recrue, App. Civ. 3, 49.
Étym. ἄ. στρατεύομαι.