ἀρτιτέλεστος

ἀρτιτελής

ἀρτιτοκέω-ῶ
ἀρτι·τελής, ής, ές []
1 nouvellement initié, Plat. Phædr. 251a ||
2 récemment accompli, Nonn. D. 26, 46.
Étym. ἄ. τέλος.