ἀρτηριακός

ἀρτηριοτομέω-ῶ

ἀρτηριοτομία
ἀρτηριο·τομέω-ῶ, couper la trachée-artère, Gal. 7, 446 ; Antyll. 138.
Étym. ἀρτηρία, -τομος de τέμνω.