ἀρύταινα

ἀρυταινοειδής

ἀρυτήμενοι
ἀρυταινο·ειδής, ής, ές [ᾰῠ] en forme d’aiguière, Gal. 3, 556.
Étym. ἀρύταινα, εἶδος.