ἀρήγω

ἀρηγών

Ἄρηϊ
ἀρηγών, όνος (ὁ, ἡ) [] auxiliaire, Il. 4, 7 ; 5, 511 ; Batr. 281 ; Opp. H. 5, 108.
Étym. ἀρήγω.