ἀρηΐφθορος

ἀρηΐφιλος

ἀρήμεναι
ἀρηΐ·φιλος, ος, ον [ᾰῐῐ] cher à Arès, protégé par Arès, Il. 2, 778.
Étym. Ἄρης, φίλος.