ἀρωματοφόρος

ἀρωματώδης

ἀρώμεναι
ἀρωματώδης, ης, ες [ᾰᾰ] aromatique, Diosc. 1, 12 ; Gal. 2, 227 (ἄρωμα 1, -ωδης).