ἄσακτος

ἀσαλαμίνιος

ἀσάλεια
ἀ·σαλαμίνιος, ος, ον [σᾰᾰῑν] qui n’a pas combattu à Salamine, Ar. Ran. 204.
Étym. ἀ, Σαλαμίς.