ἄσατο

ἀσάφεια

ἀσαφέως
ἀσάφεια, ας () [σᾰ] obscurité, Plat. Rsp. 478c ; Plut. Sol. 19 ||
E Ion. ἀσαφίη, Hpc. 28, 41.
Étym. ἀσαφής.