ἀσχέδωρος

ἄσχετος

ἀσχέτως
ἄ·σχετος, ος, ον :
1 irrésistible, Od. 3, 104 ; neutre adv. ἄσχετον, A. Rh. 4, 1738, ou ἄσχετα, A. Rh. 4, 1087, irrésistiblement ||
2 intolérable, Il. 16, 549.
Étym. ἀ, ἔχω ; cf. ἀάσχετος.